- ωχαδερφισμός
- ο, Ν1.στάση πλήρους αδιαφορίας για τα συμβαίνοντα και αποφυγής κάθε ανάμιξης για βελτίωση τών κακώς κειμένων2. παθητικότητα, οκνηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ωχ αδερφέ + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Zamanfou — Zamanfou, also known as starxidismos ( Greek Σταρχιδισμός ) is a counterculture phenomenon in Greece which involves social loafing as its principal characteristic [ [http://www.akyro.net/2007/05/03/social loafing %CE%AE… … Wikipedia
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
ωχαδερφικός — ή, ό, Ν [ωχαδερφισμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωχαδερφισμό … Dictionary of Greek